καρτερεύω

καρτερεύω
καρτέρεψα, υπομένω: Την πείνα την καρτερεύω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρτερεύω — (Μ καρτερεύω) αναμένω νεοελλ. υπομένω, αντέχω («δεν καρτερεύει η πείνα») μσν. 1. παραμονεύω 2. καθυστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού καρτερῶ κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • ακαρτέρευτος — η, ο [καρτερεύω] ξαφνικός, αναπάντεχος (βλ. ακαρτέρητος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”